- χρωματοπώλης
- ο , χρωματοπώλις (-ιδος) η торговец -ка красками
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χρωματοπώλης — ο, Ν πωλητής χρωμάτων, βαφών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα, ατος + πώλης*] … Dictionary of Greek
χρωματοπώλης — ο αυτός που πουλά χρώματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek
χρωματοπωλεί — το, Ν κατάστημα πώλησης χρωμάτων, βαφών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρωματοπώλης. Η λ., στον λόγιο τ. χρωματοπωλεῖον, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εφημερίς Συζητήσεων] … Dictionary of Greek